ὀλωλότ'

ὀλωλότ'
ὀλωλότα , ὄλλυμι
destroy
perf part act neut nom/voc/acc pl
ὀλωλότα , ὄλλυμι
destroy
perf part act masc acc sg
ὀλωλότι , ὄλλυμι
destroy
perf part act masc/neut dat sg
ὀλωλότε , ὄλλυμι
destroy
perf part act masc/neut nom/voc/acc dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επεξεργάζομαι — (AM ἐπεξεργάζομαι) μσν. νεοελλ. 1. κατεργάζομαι πλήρως, τελειοποιώ, δίνω οριστική μορφή 2. εκπονώ αρχ. 1. επεξεργάζομαι, εκτελώ κάτι επί πλέον («ἕν δ ἐπεξεργάσατο... τοιοῡτον, ὅ πᾱσι τοῑς προτέροις ἐπέθηκε τέλος», Δημοσθ.) 2. πραγματοποιώ, φέρω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”